κατώφορος

κατώφορος
κατώφορος, ον,
A having a downward tendency, Phlp.in Mete.30.19, Simp.in Ph.671.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατώφορος — κατώφορος, ον (ΑΜ) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατώφορον κατηφορικός δρόμος, κατηφοριά αρχ. αυτός που κλίνει προς τα κάτω, αυτός που έχει κατηφορική κλίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + φόρος (< φέρω), πρβλ. αν υπό φορος, παρά φορος] …   Dictionary of Greek

  • κατώφορος — having a downward tendency masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατώφορον — κατώφορος having a downward tendency masc/fem acc sg κατώφορος having a downward tendency neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωφόρων — κατώφορος having a downward tendency masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωφόρῳ — κατώφορος having a downward tendency masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατώφορα — κατώφορος having a downward tendency neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… …   Dictionary of Greek

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • κατήφορος — ο (Μ κατήφορος) δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά νεοελλ. 1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο») 2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί… …   Dictionary of Greek

  • κατωφορούμαι — κατωφοροῡμαι, έομαι (Μ) [κατώφορος] φέρομαι προς τα κάτω, κατηφορίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”